σκυβαλικός

σκυβαλικός
σκῠβᾰλ-ικός, ή, όν,
A dirty, mean, ἀργυρίοισι σκυβαλικοῖσι, of bribes, Timocr.1.6 vulg., contra metrum; κυβαλικοῖσι Bgk.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκυβαλικός — ή, όν, Α 1. ο άξιος σκυβαλισμού, περιφρονητέος, αξιοκαταφρόνητος 2. (κυριολ. και μτφ.) ακάθαρτος, ρυπαρός, βρόμικος («ἀργυρίοισι σκυβαλικοῑσι πεισθείς» που πείσθηκε με χρήματα, με δωροδοκία, Τιμοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύβαλον «απόβλημα» + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”